κηρῶδες

κηρῶδες
κηρώδης
wax-like
masc/fem voc sg
κηρώδης
wax-like
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • ενδοδερμίδα — Φυτικός ιστός. Αποτελείται από μια στιβάδα εξειδικευμένων κυττάρων που συνήθως βρίσκονται στις ρίζες, αλλά πολλές φορές και στον βλαστό. Στη ρίζα η ε. κατασκευάζει μια συνεχή θήκη, πάχους ενός κυττάρου. Τα κύτταρά της δεν έχουν μεσοκυττάριους… …   Dictionary of Greek

  • επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… …   Dictionary of Greek

  • ευκάλυπτος — (eucalyptus). Γένος αειθαλών δενδρωδών φυτών μεγάλων διαστάσεων της οικογένειας των μυρτιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενών της Αυστραλίας. Είναι φυτά με γρήγορη ανάπτυξη, δασικά, καλλωπιστικά, κατάλληλα για την κάλυψη και αποξήρανση τελματωδών… …   Dictionary of Greek

  • μυρτιά ή σμυρτιά ή μερσινιά — (μύρτος η κοινή). Αειθαλής θάμνος που αυτοφύεται στη ζώνη των πλατύφυλλων αειφύλλων σε ολόκληρη την Ελλάδα και στις άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ανήκει στην οικογένεια των μυρτιδών (δικοτυλήδονα). Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν μυρρίνη, μύρτο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”